"We gave away our hearts before we even knew what they were..."

Τελικά τι μας ωθεί να αγοράσουμε ένα δίσκο; Και πως το περιεχόμενό του γίνεται ελκυστικότερο στον καταναλωτή; Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι από εμάς διαθέτουν τεράστιες ψηφιακές δισκοθήκες. Και δεν βρίσκω κάτι το μεμπτό σε αυτό, από την στιγμή που οτιδήποτε μου (μας) κεντρίσει την προσοχή το αποκτώ (-ούμε). Τα τελευταία χρόνια προστίθεται επιπλέον υλικό στα cd είτε αυτό πρόκειται για dvd με βίντεο του συγκροτήματος, αποσπάσματα από ηχογραφήσεις, συναυλίες, είτε εναλλακτική συσκευασία και μεγαλύτερο booklet, είτε πρόσβαση σε επιπρόσθετη μουσική, είτε ένα επιπλέον cd με τραγούδια. Συνήθως όλα αυτά δεν εντυπωσιάζουν (πόσες φορές είδατε τα dvd που συνοδεύουν ένα δίσκο; Σπάνια πάνω από δύο φορές). Βέβαια, σε αρκετές περιπτώσεις δεν υπάρχουν ούτε οι στίχοι. Για παράδειγμα στο "23" των αγαπημένων μου Blonde Redhead ακόμα και οι πληροφορίες που αφορούν την παραγωγή είναι γραμμένες πάνω στο cd.

Ανεξάρτητα από όλα αυτά πάντα με ενδιέφερε ολόκληρο το μουσικό περιεχόμενο ενός δίσκου και όχι μεμονωμένα ένα κομμάτι. Εξαίρεση αποτελούν τα soundtracks με συνθέσεις από διαφορετικά συγκροτήματα, οι διασκευές και τα singles τα οποία αποτελούν προπομπό μιας κυκλοφορίας και δεν διαθέτουν κάποιο αξιόλογο b-side.

Άραγε πόσοι είναι αυτοί που δεν έχουν ακούσει (αν όχι αποκτήσει το "Sound of silver" των LCD soundsystem); Το "All my friends" είναι το τραγούδι που ανέγνωσαν διαφορετικά οι Franz Ferdinand (κυκλοφορεί ως b-side στο ομώνυμο single) και το τελικό αποτέλεσμα τους δικαιώνει. Η (φωνητική) ερμηνεία του Alex Kapranos αναλαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, οι ενθουσιώδεις κιθάρες ξετρυπώνουν το ρυθμό και πλάθουν μία ξεσηκωτική ατμόσφαιρα, τα πλήκτρα που έχουν ξεθάψει από τα '80s και θυμίζουν The Cure καρφώνονται μονομιάς στο μυαλό σου και σε πιέζουν σε διαρκής περιστροφική κίνηση, ενώ ιδιαίτερη μνεία αξίζει στη παραγωγή του σπουδαίου Erol Alkan. Το μόνο αρνητικό είναι ότι η διάρκειά του είναι μικρότερη από εκείνη του πρωτότυπου. Αν και αυτό το πρόβλημα λύνεται εύκολα πατώντας το repeat.



Τρία χρόνια μετά το "Thunder, lightning, strike" που προσγειώθηκε ανεπάντεχα στο cd player μου και μετά τις πρώτες δύο ακροάσεις έμελλε να ερωτευτώ κεραυνοβόλα, οι The Go! Team επιστρέφουν με το single "Grip like a vice" λίγο πριν την παρουσίαση της νέας τους ακυκλοφόρητης ακόμα δουλειάς. Ο Ian Parton αναμειγνύει εκλεκτά samples με τα αξιολάτρευτα rap φωνητικά της Ninja και σε συνδυασμό με τα αγχώδη drums και την ποιότητα του ήχου που ακούγεται λες και έχει ηχογραφηθεί από ραδιόφωνο μας χαρίζει ένα ακόμα (τραγούδι, άρα) λόγο για να χορέψουμε. Τόσο εθιστικό το αποτέλεσμα που θα εύχεσαι να σε καλέσουν σε κάποιο πάρτι να διαλέξεις μουσική.



Οι κριτικές για το Spider-man 3 μπορεί να είναι μέτριες, ωστόσο στο soundtrack εκτός από το "Red river" των Walkmen συναντάμε και το κιθαριστικά ηχηρό "Sealings" των Yeah yeah yeahs. Δυναμίτης (έστω και χωρίς εκπλήξεις)!



Ακόμα μία εξαιρετική τραγουδίστρια από τον Καναδά. Εκτός από την Feist, η φωνή της οποίας μοιάζει με εκείνη της Norah Jones, ενίοτε και με της Chan Marsall (αν και ο Wong Kar Wai επέλεξε τις δύο τελευταίες στο "My blueberry nights") η οποία κυκλοφόρησε φέτος το "The reminder", προσθέστε και την Basia Bulat. Με το "Oh my darling" έρχεται να της κλέψει τη δόξα. Πανέμορφες ενορχηστρώσεις, κιθάρες, έγχορδα, μαντολίνο, πιάνο, φλάουτο, ... και γλυκά μελωδική φωνή. Δίσκος που γοητεύει (αν και το εξώφυλλό του, όσο όμορφο και αν είναι το πρόσωπό της, είναι αποκρουστικό. Σίγουρα όχι τόσο όσο του Volta).